χτενιστής

χτενιστής
ο , χτενίστρα η парикмахер, мастер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χτενιστής" в других словарях:

  • χτενιστής — ο, θηλ. χτενίστρια και χτενίστρα, Ν ο κτενιστής, ο κομμωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτενιστής, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] …   Dictionary of Greek

  • χτενιστής — ο θηλ. χτενίστρα αυτός που χτενίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτενίστρα — η, Ν βλ. χτενιστής …   Dictionary of Greek

  • χτενίστρια — η, Ν βλ. χτενιστής …   Dictionary of Greek

  • χτενίστρα — η βλ. χτενιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»